Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Το Μπρούμα στην πρώτη οθωμανική απογραφή της Πελοποννήσου (1460-1463) (Μέρος Δ΄)


Όπως είπαμε, η καταγραφή κάθε οικισμού αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο απογράφονται όλοι οι αρχηγοί των εστιών, ενώ στο δεύτερο σημειώνονται οι φόροι που αντιστοιχούν στο χωριό. Ας δούμε, στο τέταρτο και τελευταίο μέρος αυτής της σειρά αναρτήσεων, το σχετικό χωρίο για το Μπρούμα (σ. 395):

āıl 663

‘a(n) ispence 160
‘öşr-i kettān 30
‘öşr-i ḥınṭa 400
‘öşr-i cev 60
resm-i ḫanāzīr 13

Δηλαδή
φοροπρόσοδος 663 (ακτσέδες)
για την σπέντζα 160 (ακτσέδες)
δεκάτη λιναριού 30 (ακτσέδες)
δεκάτη σιταριού 400 (ακτσέδες)
δεκάτη κριθαριού 60 (ακτσέδες)
φόρος χοίρων 13 (ακτσέδες)


Όπως προαναφέρθηκε, ο βασικός φόρος που επιβαλλόταν στους μη οθωμανούς υπηκόους της αυτοκρατορίας ήταν η σπέντζα, που ανερχόταν στα 25 αργυρά νομίσματα για τους Έλληνες ενήλικες άρρενες και στα 20 για τους Αρβανίτες. Οι χήρες αρχηγοί οικογενειών πλήρωναν 6 ακτσέδες (σ. 238). Στην περίπτωσή μας, εφόσον πρόκειται για αρβανίτικο οικισμό, η σπέντζα ανέρχεται σε 160 νομίσματα, που αντιστοιχούν στους 8 ενήλικους άρρενες που απογράφονται.
Φόροι επιβάλλονταν και στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή (σιτάρι, κριθάρι, πρόβατα, χοίροι κλπ.). Στην περίπτωση του Μπρούμα πρόκειται ουσιαστικά για βασικά είδη διατροφής και ζωοτροφής, δηλαδή σιτάρι και κριθάρι, καθώς και χοίρους. Επιπλέον, καλλιεργείται σε μικρή κλίμακα λινάρι, ένα είδος που καλλιεργήθηκε στην Πελοπόννησο και ειδικά στην Ηλεία μέχρι και τον 19ο αι. και προοριζόταν κυρίως για εμπόριο.
Κατά την γνώμη μου, τα προϊόντα που καλλιεργούνται από τους κατοίκους του χωριού δείχνουν ότι βρίσκονται ακόμη σε πολύ πρώιμη φάση της εγκατάστασής τους, όταν προσπαθούν να εδραιώσουν τον οικισμό και να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλοί από τους αρβανίτικους οικισμούς αυτής της απογραφής, αν και μετρούσαν μόλις λίγα χρόνια ζωής. εγκαταλείφθηκαν σύντομα. Δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε ότι αυτό οφειλόταν στην αδυναμία των κατοίκων τους να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Το οθωμανικό φορολογικό σύστημα της εποχής καθόριζε το ποσό του φόρου για κάθε καλλιέργεια. Για το σιτάρι, που αποτελεί για τον οικισμό την κύρια καλλιέργεια ως βασικό είδος διατροφής, ο φόρος οριζόταν στο 1/8 της παραγωγής (επομένως, αφού ο φόρος ορίζεται στους 400 ακτσέδες, η συνολική αξία της παραγωγής ανερχόταν στα 3.200 αργυρά νομίσματα). Ο ίδιος φόρος ίσχυε και για την παραγωγή κριθαριού, ενώ για το λινάρι αποδιδόταν στο κράτος το 1/10 της παραγωγής (σ. 238). Πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που οι υπόχρεοι του φόρου δεν μπορούσαν να δώσουν στο κράτος το ποσό του φόρου σε χρήματα, πλήρωναν με την αντίστοιχη ποσότητα του προϊόντος. Τέλος, ο φόρος επί των χοίρων οριζόταν σε έναν ακτσέ ανά οικόσιτο ζώο ή 1 ακτσέ ανά δύο ζώα ελευθέρας βοσκής (σ. 239).
Συνολικά, πάντως, το ύψος του οφειλόμενου φόρου για τον οικισμό, δηλαδή ο φόρος της σπέντζας και οι φόροι επί της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής, ανερχόταν στους 663 ακτσέδες. Πρόκειται για μικρό σχετικά ποσό, το οποίο αποτελούσε μέρος του χας του Sinān Beg bin Elvān Beg. Ο Sinān Beg ήταν ο πλουσιότερος τιμαριούχος του Μοριά για την εποχή, με το εισόδημά του να ξεπερνά τα 448.000 νομίσματα (σσ. 232 και 234).


   (οι εντός παρένθεσης σελίδες παραπέμπουν στο βιβλίο του δρ. Λιακοπούλου)

1 σχόλιο:

  1. Και οι Αρβανίτες Έλληνες είναι .
    Πιστεύω ότι καλύτερα θα ήταν να διαχωρίζει σε Ρωμιούς και Αρβανίτες όπως έκαναν και οι Τούρκοι και όχι σε Έλληνες κι Αρβανίτες

    ΑπάντησηΔιαγραφή