Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Το Μπρούμα στην πρώτη οθωμανική απογραφή της Πελοποννήσου (1460-1463) (Μέρος B΄)

   Όπως ανέφερα στο πρώτο μέρος αυτής της σειράς αναρτήσεων, οι οικισμοί της Ηλείας ήταν χωρισμένοι κατά την εποχή που διενεργήθηκε η απογραφή, σε τέσσερις περιφέρειες: του Χλεμουτσίου, του Γουμέρου, του Αγίου Ηλία και του Γάτσικου.
   Η περιφέρεια του Γουμέρου περιελάμβανε δύο πολυπληθείς πόλεις με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, το Γούμερο και το Χελιδόνι. Πρόκειται για την δεύτερη και την πέμπτη αντίστοιχα μεγαλύτερη πόλη της Πελοποννήσου εκείνη την εποχή. Οι υπόλοιποι οικισμοί ήταν μικρού έως μεσαίου μεγέθους.
   Ανάμεσα σε αυτά τα χωριά με τις ελάχιστες οικογένειες καταγράφεται και το Bruma, αποτελούμενο από 7 οικογένειες Αρβανιτών, δηλαδή αλβανόφωνων Χριστιανών. Τα ονόματα των αρχηγών των εστιών του οικισμού καταγράφονται στο τουρκικό κείμενο ως εξής (σ. 395):
  
ḳarye-i Bruma ez cemā’at-i Arnavudan, āṣṣaMīrlivā

Andriya Bruma
Yani Bruma
Petros veled-i o
Domeniḳa Bruma
Kolimanos birāder-i o
Yorgi Ipṣarı
Kosta birāẕer-ı o
mücerred Pavlos Bruma

ḫāne 7
mücerred 1

Δηλαδή
Χωριό Μπρούμα από την (πληθυσμιακή) ομάδα των Αρβανιτών, χας του μιρλιβά.

Ανδρέας Μπρούμας
Γιάννης Μπρούμας
Πέτρος, γιος του προηγούμενου
Δομήνικος Μπρούμας
Κολιμάνος, αδελφός του προηγούμενου
Γιώργης Ψάρης
Κώστας, αδελφός του προηγούμενου
ανύπανδρος Παύλος Μπρούμας

Εστίες 7
Ανύπανδρος 1

Όπως και όλα τα υπόλοιπα χωριά της περιφέρειας Γουμέρου, το Μπρούμα αποτελεί μέρος του χας που έχει παραχωρηθεί στον μιρλιβά. Με τον όρο χας εννοείται κτήμα παραχωρημένο από τον Σουλτάνο που αποφέρει στον κάτοχό του εισόδημα άνω των 100.000 ακτσέδων (ασημένιων νομισμάτων). Ο μιρλιβάς ήταν στρατιωτικός βαθμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αντιστοιχεί στον υποστράτηγο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται στον Sinān Beg bin Elvān Beg, διοικητή του Μοριά.
Παρατηρούμε, καταρχάς, ότι πέντε άτομα φέρουν το επώνυμο Μπρούμας, ανήκουν δηλαδή στην ίδια οικογένεια. Πρόκειται προφανώς για αδέλφια και πατέρες-γιους που μετακινήθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στο συγκεκριμένο τόπο. Δεν μπορούμε, επομένως, παρά να μιλάμε για ειρηνική εγκατάσταση, εφόσον όπως θα φανεί και στην συνέχεια, έχουμε και ενδείξεις καλλιέργειας της γης. Οι δύο αρχηγοί εστιών με το επώνυμο Ψάρης θα πρέπει να θεωρηθούν μάλλον μέλος της φατρίας, πιθανώς μέσω γάμου. Είναι εμφανές ότι, με εξαίρεση τα Δομήνικος και Κολιμάνος, όλα τα βαπτιστικά ονόματα είναι ελληνικά χριστιανικά.
Είναι προφανές ότι η ονομασία του χωριού, η οποία διατηρήθηκε επί αιώνες και μέχρι το 1915, οφείλεται στο επώνυμο των πρώτων αυτών οικιστών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το όνομα του χωριού χρησιμοποιείται προφορικά στην γενική πτώση (Στου Μπρούμα, Από του Μπρούμα), υποδεικνύοντας ότι αρχικά αναφερόταν σε ανθρωπωνύμιο (βλ. και σ. 13). Εξάλλου, είναι προφανές ότι στα ελληνικά η λέξη αυτή δεν σημαίνει τίποτα. Προέρχεται είτε από την αρβανίτικη λέξη brumë (ζύμη) ή από την επίσης αρβανίτικη λέξη brymë (ομίχλη, πάχνη) (σ. 88). Πιθανώς, το επώνυμο της φατρίας των οικιστών του χωριού ήταν στην πραγματικότητα παρατσούκλι (σαν να λέμε στα ελληνικά "Ψωμάς")
Όσον αφορά τον συνολικό αριθμό των κατοίκων του οικισμού, το κατάστιχο δεν δίνει κανένα απολύτως στοιχείο. Ο αριθμός των μελών της οικογένειας δεν είχε καμμία σημασία για το οθωμανικό κράτος, που υπολόγιζε τους φόρους ανά οικογένεια, ανεξάρτητα από το μέγεθός της. Μέχρι στιγμής, οι μελετητές προτείνουν διάφορους αριθμούς για τα μέλη κάθε εστίας, από 3.5 ως 7. Με δεδομένο ότι ένας από τους 7 ενήλικους άρρενες του οικισμού είναι ανύπανδρος (και προφανώς κατοικεί μαζί με τους γονείς του) προκύπτει ένα σύνολο κατοίκων από 26 (7*3.5+1) ως 50 (7*7+1) άτομα.
Η πρακτική της διάκρισης ανάμεσα σε Έλληνες και Αρβανίτες στην απογραφή αυτή, κατά τον δρ. Λιακόπουλο, έχει ως αιτία την ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση των Αρβανιτών, οι οποίοι πλήρωναν 20 ακτσέδες (ασημένια νομίσματα) ανά οικογένεια. Αντίστοιχα, κάθε ελληνική οικογένεια όφειλε 25 ακτσέδες (σ. 214). Η πρακτική αυτή της φορολογικής ελάφρυνσης των Αρβανιτών φαίνεται πως είχε τις ρίζες της σε αντίστοιχη υστεροβυζαντινή. Στην επόμενη απογραφή του 1514, όταν η ενσωμάτωση των Αρβανιτών είχε ολοκληρωθεί, δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες (σ. 221).
Η εμφάνιση των αρβανίτικων πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο ξεκινά με την άφιξή τους κατά το 1315 στις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας. Στα μέσα του 14ου αι. καταγράφεται μικρός αριθμός Αρβανιτών στην κεντρική Πελοπόννησο, ενώ το 1394-5 αναφέρεται ότι 10.000 Αρβανίτες έφτασαν στον Ισθμό και ζήτησαν από τον Δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Β΄ Παλαιολόγο άδεια να εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο. Το δεύτερο και σημαντικότερο κύμα εγκατάστασης στην Πελοπόννησο σημειώθηκε το 1418 (σσ. 212-213). Οι νέοι αυτοί πληθυσμοί κάλυψαν το δημογραφικό κενό που είχε δημιουργηθεί στην Πελοπόννησο από τους συνεχείς πολέμους, αλλά και τις λοιμικές νόσους (σ. 214).
Θα πρέπει, επομένως, να τοποθετήσουμε την εγκατάσταση στην περιοχή της φατρίας Μπρούμα πιθανότερα κατά την τελευταία διείσδυση Αρβανιτών στην Πελοπόννησο, αν όχι  αργότερα. Δεν θα ήταν άτοπο να θεωρήσουμε ότι, αν το 1418 εισήλθε μεγάλος αριθμός στο Μοριά, θα πρέπει να μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα, ώσπου να βρουν την κατάλληλη περιοχή και να αποφασίσουν να εγκατασταθούν (σ. 214). Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τοποθετήσουμε την δημιουργία του οικισμού στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αι. Δεν είναι, με άλλα λόγια, ξεκάθαρο αν τα άτομα που απογράφηκαν το 1460-63 είναι η πρώτη γενιά οικιστών ή οι απόγονοί τους.
Σιωπή χαρακτηρίζει το κατάστιχο και ως προς την ακριβή θέση του οικισμού. Ίσως γνωρίζετε πολλοί την προφορική παράδοση που αναφέρει ότι το χωριό μεταφέρθηκε στην σημερινή του θέση από την τοποθεσία Παλιοχώρι λόγω επιδημίας. Αν υπάρχει κάποια βάση στην ιστορία αυτή, πρέπει να υποθέσουμε ότι η εγκατάσταση της αρβανίτικης φατρίας Μπρούμα έγινε αρχικά σε εκείνη την παλαιά θέση; Ίσως έχει κάποια σημασία να παρατηρήσουμε ότι άλλες αρβανίτικες εγκαταστάσεις της περιοχής, όπως το Λαντζόι, το Κρεκούκι, το Σμίλα κ. ά. βρίσκονται σε πλαγιές λόφων και όχι σε βυθισμένα σημεία, όπως η σημερινή θέση του χωριού μας. Η τοποθεσία Παλιοχώρι μοιάζει περισσότερο με τις θέσεις των άλλων οικισμών. Γενικά, πάντως, από την απογραφή καθίσταται φανερό ότι υπήρχε η τάση οι αρβανίτικοι πληθυσμοί να εγκαθίστανται σε πεδινές περιοχές, κοντά σε διαθέσιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αντίθετα, οι ελληνικοί οικισμοί κατελάμβαναν τις ορεινές και πιο οχυρές θέσεις (σ. 221). Παραδείγματος χάρη, στην επαρχία Γουμέρου, στην οποία όπως είπαμε ανήκε το Μπρούμα, τα τρία κυριότερα ελληνικά χωριά (Χελιδόνι, Ώλενα και Γούμερο) βρίσκονται στα ορεινά και μάλιστα σε τειχισμένες θέσεις. Αντίθετα, οι αρβανίτικοι οικισμοί απλώνονται στην συντριπτική τους πλειοψηφία στην μακρόστενη κοιλάδα που ανοίγεται στις δυτικές υπώρειες του όρους Φολόη, από το Σόπι μέχρι την Μιράκα.
Στο τρίτο μέρος θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά στο θέμα της παρουσία Αρβανιτών στην Ηλεία. 

(οι εντός παρένθεσης σελίδες παραπέμπουν στο βιβλίο του δρ. Λιακόπουλου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου