Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Εορταστικές φωτογραφικές αναμνήσεις (και ένα παλιό αρχοντικό)

Καθώς πλησιάζουμε στην επίσημη μέρα εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, το ενδιαφέρον όλων στρέφεται, όπως είναι αναμενόμενο, σε θέματα που αφορούν το 1821. Επειδή, όμως, τα ιστολόγια δεν είναι ο φυσικός χώρος ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων της ιστορικής έρευνας, παρά μόνο μέσο για την ανάδειξή της, επέλεξα να αναρτήσω μια παλιά φωτογραφία από έναν περασμένο εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου.



Η φωτογραφία ανήκει στο αρχείο της οικογένειας Δημητροπούλου και μου παραχωρήθηκε από την κυρία Γιώτα Δημητροπούλου το 2015. Την ευχαριστώ και από εδώ, γιατί ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ανταποκρίθηκε, και μάλιστα με ενθουσιασμό, στην αναζήτησή μου για παλιές φωτογραφίες και ιστορίες του χωριού. 

Στην φωτογραφία εμφανίζονται με παραδοσιακές στολές τα παιδιά του σχολείου μαζί με τον δάσκαλό τους, πιθανώς καθώς επιστρέφουν από την λειτουργία στην Ευαγγελίστρια. Για να αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον η ανάρτηση, δεν θα αποκαλύψω την χρονιά και την ταυτότητα των εικονιζομένων! Σας προσκαλώ να ταυτίσετε εσείς τους εαυτούς σας και να δώσετε όσα στοιχεία μπορείτε για την εποχή!

Με αφορμή την φωτογραφία αυτή, θεώρησα σημαντικό να αναφερθώ στο εικονιζόμενο τοπίο. Εύκολα μπορούμε να ταυτίσουμε στα δεξιά την οικία Ευσταθόπουλου και το λεγόμενο κτίριο του Συνεταιρισμού, που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Η σημασία της φωτογραφίας, ωστόσο, έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι απεικονίζει ένα σημαντικό κτιριακό ορόσημο του χωριού, χαμένο σήμερα, την οικία Αλεξανδρόπουλου ή Αλεξανδρή. 

Η οικία Αλεξανδρόπουλου φαίνεται να ταυτίζεται με αυτήν που ο Βασίλειος Αλεξανδρόπουλος αναθέτει στους κτίστες Μιχαήλ Ντουλκίνα και Επαμεινώνδα Τζινιέρη με το συμβόλαιο υπ' αριθ. 5572 της 20ης Δεκεμβρίου 1876, συνταγμένο από τον συμβολαιογραφούντα Ειρηνοδίκη Ολυμπίων Ιωάννη Λιναρδάκη (ανέκδοτο έγγραφο). 

Βρισκόταν στην είσοδο της πλατείας των καφενείων, στο οικόπεδο που ανήκει σήμερα στην οικογένεια Λεωνίδα Καμπιλαύκου. Ήταν ένα στιβαρό ορθογώνιο κτίριο με την πρόσοψη εφαπτόμενη στον δρόμο. Από την φωτογραφία μπορούμε να διακρίνουμε ότι στην πρόσοψη διέθετε μικρό μπαλκόνι, ενώ η κορυφή της τοιχοποιίας ήταν διακοσμημένη με βροντάλι, το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό κόσμημα με επάλληλες σειρές κεραμιδιών.

Κάποιες χρονιές, στην πίσω πλευρά του, όπου ανοιγόταν μεγάλος υπαίθριος χώρος, είχε διοργανωθεί το πανηγύρι της 23ης Αυγούστου. Δυστυχώς, οι τελευταίοι απόγονοι της οικογένειας, έχοντας ήδη από χρόνια εγκαταλείψει το χωριό, το κατεδάφισαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990.  Όσοι, όμως, το προλάβαμε όρθιο, σίγουρα θυμόμαστε πόσο επιβλητικό και αρχοντικό κτίριο φαινόταν, παρά την εγκατάλειψη. 

Θα ήταν ενδιαφέρον, με αφορμή την παρούσα ανάρτηση, να δημιουργηθεί ένα φωτογραφικό αρχείο των παλαιών κτισμάτων του χωριού. Το γεγονός, μάλιστα, ότι σχεδόν κανένα από αυτά τα παλαιά αρχοντικά δεν σώθηκε ίσως να κάνει την φωτογραφική τους τεκμηρίωση ακόμη πιο αναγκαία. Σε συνδυασμό με τα συμβόλαια κατασκευής διαφόρων οικιών του χωριού από το β΄ ήμισυ του 19ου αι., που βρίσκονται στο αρχείο μου, μπορούμε να αναδείξουμε ένα πολύ σημαντικό μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της περιοχής μας, το έργο των λαγκαδινών μαστόρων της πέτρας. Άλλωστε, με το σκανάρισμα δεν αποχωριζόμαστε τα αγαπημένα μας οικογενειακά κειμήλια, αλλά ταυτόχρονα συμβάλλουμε στην μελέτη της ιστορίας μας.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Σύντομη ιστορία των επωνύμων του χωριού

Η χρήση των ονομάτων ποικίλει όχι μόνο από χώρα σε χώρα (ακόμη και από περιοχή σε περιοχή), αλλά και από εποχή σε εποχή. Σήμερα, φυσικά, η χρήση των επωνύμων έχει σταθεροποιηθεί, με την έννοια ότι στην συντριπτική πλειοψηφία τα παιδιά διατηρούν το επώνυμο του πατέρα τους (ακόμη και οι γυναίκες μετά τον γάμο). Αυτή, όμως, είναι μια συνήθεια που επικράτησε στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αι. και εξής (αν όχι αργότερα). Επί αιώνες, εθεωρείτο απολύτως φυσιολογικό κάθε γενιά να έχει το δικό της επώνυμο, που προέκυπτε συνήθως από το μικρό όνομα του πατέρα. Παραδείγματος χάρη, ένας Δημήτρης, γιος του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου, δεν θα λεγόταν Δημήτρης Νικολόπουλος, αλλά Δημήτρης Κωνσταντόπουλος. Δεν ήταν, βέβαια, σπάνιες και οι περιπτώσεις που ως επώνυμο χρησιμοποιείτο είτε ένα παρατσούκλι (π.χ. Κοντός), είτε το επάγγελμα (π.χ. Παπουτσής).
Αυτή η ελευθερία στην χρήση των επωνύμων είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που δεν μας επιτρέπουν να ερευνήσουμε σε βάθος χρόνου την ιστορία μιας οικογένειας. Για τις περιοχές της Ελλάδας που γνώρισαν οθωμανική κατοχή, μπορεί κανείς να φτάσει με στοιχεία μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα (στην καλύτερη περίπτωση). 
Όσον αφορά το χωριό μας, μια πρώτη έρευνα δείχνει ότι ενώ υπάρχουν οικογένειες που άλλαξαν επώνυμα δύο ή περισσότερες φορές από τις αρχές του 19ου αιώνα, μαρτυρούνται από τα έγγραφα και αρκετές περιπτώσεις διατήρησης του επωνύμου απαράλλακτου από το 1800 μέχρι σήμερα. 
Με βάση τα συμβολαιογραφικά, εκλογικά και ληξιαρχικά έγγραφα που έχω στην διάθεσή μου παρουσιάζω εδώ επώνυμα που δεν άλλαξαν, σημειώνοντας την πρώτη γνωστή εμφάνισή τους σε έγγραφο, και έπειτα ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις επωνύμων που άλλαξαν από την μια γενιά στην άλλη. Σε καμμιά περίπτωση η συγκεκριμένη παρουσίαση δεν είναι εξαντλητική, αφού για κάτι τέτοιο απαιτείται πολύχρονη έρευνα τόσο σε γραπτές, όσο και σε προφορικές μαρτυρίες. 
Οποιαδήποτε νέα πληροφορία ή διόρθωση είναι περισσότερο από ευπρόσδεκτη!


Επώνυμα που δεν άλλαξαν


Αλεξανδρόπουλος ή Αλεξανδρής - 1868 (η οικογένεια εξέλιπε περί τα μέσα του 20ου αι.)

Ασημακόπουλος - 1844

Γκουράσας - 1824 (η οικογένεια εξέλιπε πριν τα μέσα του 20ου αι.)

Δημητρόπουλος - 1875 (πρόκειται για την οικογένεια με το παρατσούκλι "Βάσος")

Δουφεξής ή Ντουφεξής - 1837 (η οικογένεια εξέλιπε πριν τα μέσα του 20ου αι.)

Ευθυμιόπουλος - 1877

Καμπίλαυκος - 1829

Καρυανός - 1884 (νωρίτερα κάτοικοι Σμίλα)

Κατσαριώτης - 1829

Καφήρας - 1844

Κομμάτας - 1844

Κούφης - 1856

Κωνσταντόπουλος - 1880 (πρόκειται για την οικογένεια με το παρατσούκλι "Γκάμαρης")

Λουρής - 1856

Μακρής - 1829

Μπούλιαρης - 1829

Μπουλούτας - 1841

Παναγόπουλος - 1844

Πανόπουλος - 1844

Ριζάς - 1844 (η οικογένεια εξέλιπε περί τα μέσα του 20ου αι.)

Τούμπας - 1856

Χριστόπουλος - 1883


Επώνυμα που άλλαξαν


Γαβριλόπουλος, προηγουμένως Κούτσης: το Γαβριλόπουλος χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Γιαννάκη Γαβριλόπουλο, γιος του Γαβρίλη Κούτση, περί το 1850. 

Ζαφειρόπουλος, προηγουμένως Μπουλούτας: το Ζαφειρόπουλος χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τα αδέλφια Δημήτριο (ιερέα), Μήτρο και Σωτήρη, γιους του Ζαφείρη Μπουλούτα, περί το 1865.

Κωνσταντόπουλος (η οικογένεια με το παρατσούκλι "Κουρογιάννος"), προηγουμένως Θεοδωρόπουλος/ Θεοδωρακόπουλος, προηγουμένως Διακόσιας: το σημερινό όνομα οφείλεται στον Κωνσταντίνο Θεοδωρόπουλο/ Θεοδωρακόπουλο, ο οποίος με την σειρά του είχε πάρει το επώνυμο Θεοδωρακόπουλος λόγω του πατέρα του, Θεοδώρου Διακόσια. 

Παπαδόπουλος, προηγουμένως Αποστολόπουλος ή Μπαμπαλής: όλες οι οικογένειες Παπαδοπούλου οφείλουν το όνομά τους στον ιερέα Παναγιώτη Αποστολόπουλο ή Μπαμπαλή. Είναι πιθανό το επώνυμο Αποστολόπουλος να σημαίνει ότι ο πατέρας του ιερέα ονομαζόταν Αποστόλης. Το Μπαμπαλής πιθανώς ήταν παρατσούκλι.

Παπαγεωργίου, προηγουμένως Παπουτσής: οι οικογένειες Παπαγεωργίου οφείλουν το επώνυμό τους στον ιερέα Γεώργιο Παπουτσή. Το Παπουτσής φανερώνει το επάγγελμα του συγκεκριμένου πριν γίνει ιερέας, όπως δηλώνεται και σε συμβολαιογραφικά έγγραφα

Σπηλιόπουλος, προηγουμένως Σοφιανόπουλος: το Σπηλιόπουλος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον γιο του Σπήλιου Σοφιανοπούλου περί το 1870, Γεώργιο (η οικογένεια έχει εκλείψει από την δεκαετία του 1970).

Γρηγορόπουλος, προηγουμένως Σταυρόπουλος: το Γρηγορόπουλος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τα παιδιά του Γρηγορίου Σταυροπούλου περί το 1860.

Σπυρόπουλος, προηγουμένως Αθανασόπουλος: το Σπυρόπουλος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά περί το 1890 από τον γιο του Σπυρίδωνα Αθανασόπουλου, Χαράλαμπο .

Παναγιωτόπουλος, προηγουμένως Κανελλόπουλος ή Σαραντόπουλος: η πιο ιδιαίτερη περίπτωση ασυνεπούς χρήσης επωνύμου στα συμβολαιογραφικά έγγραφα. Τα μέλη της ίδιας οικογένειας εμφανίζονται σε πολλά συμβόλαια με πολλαπλά επώνυμα, μεταξύ των οποίων και το παρατσούκλι Αγουρίδας. Το Παναγιωτόπουλος, πάντως, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά περί το 1870 από τους γιους του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ή Σαραντόπουλου, Ηλία και Γιάννη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τελευταίος χρησιμοποιούσε δύο επίθετα. 


Απόσπασμα συμβολαιογραφικού εγγράφου , στο οποίο ο γιος εμφανίζεται με διαφορετικό
επίθετο από τον πατέρα. "Σπήλιος Σοφιανόπουλος καὶ Γεώργιος Σπηλιόπουλος ... 
τοῦ δευτέρου τυγχάνοντος υἱοῦ του ...
"

Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Το Μπρούμα στην πρώτη οθωμανική απογραφή της Πελοποννήσου (1460-1463) (Μέρος Δ΄)


Όπως είπαμε, η καταγραφή κάθε οικισμού αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο απογράφονται όλοι οι αρχηγοί των εστιών, ενώ στο δεύτερο σημειώνονται οι φόροι που αντιστοιχούν στο χωριό. Ας δούμε, στο τέταρτο και τελευταίο μέρος αυτής της σειρά αναρτήσεων, το σχετικό χωρίο για το Μπρούμα (σ. 395):

āıl 663

‘a(n) ispence 160
‘öşr-i kettān 30
‘öşr-i ḥınṭa 400
‘öşr-i cev 60
resm-i ḫanāzīr 13

Δηλαδή
φοροπρόσοδος 663 (ακτσέδες)
για την σπέντζα 160 (ακτσέδες)
δεκάτη λιναριού 30 (ακτσέδες)
δεκάτη σιταριού 400 (ακτσέδες)
δεκάτη κριθαριού 60 (ακτσέδες)
φόρος χοίρων 13 (ακτσέδες)


Όπως προαναφέρθηκε, ο βασικός φόρος που επιβαλλόταν στους μη οθωμανούς υπηκόους της αυτοκρατορίας ήταν η σπέντζα, που ανερχόταν στα 25 αργυρά νομίσματα για τους Έλληνες ενήλικες άρρενες και στα 20 για τους Αρβανίτες. Οι χήρες αρχηγοί οικογενειών πλήρωναν 6 ακτσέδες (σ. 238). Στην περίπτωσή μας, εφόσον πρόκειται για αρβανίτικο οικισμό, η σπέντζα ανέρχεται σε 160 νομίσματα, που αντιστοιχούν στους 8 ενήλικους άρρενες που απογράφονται.
Φόροι επιβάλλονταν και στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή (σιτάρι, κριθάρι, πρόβατα, χοίροι κλπ.). Στην περίπτωση του Μπρούμα πρόκειται ουσιαστικά για βασικά είδη διατροφής και ζωοτροφής, δηλαδή σιτάρι και κριθάρι, καθώς και χοίρους. Επιπλέον, καλλιεργείται σε μικρή κλίμακα λινάρι, ένα είδος που καλλιεργήθηκε στην Πελοπόννησο και ειδικά στην Ηλεία μέχρι και τον 19ο αι. και προοριζόταν κυρίως για εμπόριο.
Κατά την γνώμη μου, τα προϊόντα που καλλιεργούνται από τους κατοίκους του χωριού δείχνουν ότι βρίσκονται ακόμη σε πολύ πρώιμη φάση της εγκατάστασής τους, όταν προσπαθούν να εδραιώσουν τον οικισμό και να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλοί από τους αρβανίτικους οικισμούς αυτής της απογραφής, αν και μετρούσαν μόλις λίγα χρόνια ζωής. εγκαταλείφθηκαν σύντομα. Δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε ότι αυτό οφειλόταν στην αδυναμία των κατοίκων τους να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Το οθωμανικό φορολογικό σύστημα της εποχής καθόριζε το ποσό του φόρου για κάθε καλλιέργεια. Για το σιτάρι, που αποτελεί για τον οικισμό την κύρια καλλιέργεια ως βασικό είδος διατροφής, ο φόρος οριζόταν στο 1/8 της παραγωγής (επομένως, αφού ο φόρος ορίζεται στους 400 ακτσέδες, η συνολική αξία της παραγωγής ανερχόταν στα 3.200 αργυρά νομίσματα). Ο ίδιος φόρος ίσχυε και για την παραγωγή κριθαριού, ενώ για το λινάρι αποδιδόταν στο κράτος το 1/10 της παραγωγής (σ. 238). Πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που οι υπόχρεοι του φόρου δεν μπορούσαν να δώσουν στο κράτος το ποσό του φόρου σε χρήματα, πλήρωναν με την αντίστοιχη ποσότητα του προϊόντος. Τέλος, ο φόρος επί των χοίρων οριζόταν σε έναν ακτσέ ανά οικόσιτο ζώο ή 1 ακτσέ ανά δύο ζώα ελευθέρας βοσκής (σ. 239).
Συνολικά, πάντως, το ύψος του οφειλόμενου φόρου για τον οικισμό, δηλαδή ο φόρος της σπέντζας και οι φόροι επί της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής, ανερχόταν στους 663 ακτσέδες. Πρόκειται για μικρό σχετικά ποσό, το οποίο αποτελούσε μέρος του χας του Sinān Beg bin Elvān Beg. Ο Sinān Beg ήταν ο πλουσιότερος τιμαριούχος του Μοριά για την εποχή, με το εισόδημά του να ξεπερνά τα 448.000 νομίσματα (σσ. 232 και 234).


   (οι εντός παρένθεσης σελίδες παραπέμπουν στο βιβλίο του δρ. Λιακοπούλου)

Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Το Μπρούμα στην πρώτη οθωμανική απογραφή της Πελοποννήσου (1460-1463) (Μέρος Γ΄)



   Για χάριν της σύγκρισης, ας δούμε ποια χωριά της περιφέρειας Γουμέρου είναι σύμφωνα με την απογραφή αρβανίτικα και ποια ελληνικά (σσ. 81-101 και 387-399). Πολλά από τα αρβανίτικα και μερικά ελληνικά είναι σήμερα εγκαταλελειμμένα και η θέση τους άγνωστη.
   Πρέπει να σημειώσουμε, πάντως, ότι η εντύπωση που σχηματίζουμε λόγω του πλήθους των αρβανίτικων οικισμών για την αριθμητική υπεροχή του αρβανίτικου πληθυσμού είναι εσφαλμένη. Πρόκειται για χωριά αποτελούμενα από ελάχιστες οικογένειες, ενώ οι ελληνικοί οικισμοί είναι πολύ μεγαλύτεροι (σ. 224)

Οικισμοί Ελλήνων

Αγουλινίτσα     Γερμοτσάνι     Γιάρμενα     Γούμερο     Δερβινή
Διμινίτσα     Δουμενά     Καρίζα     Κερέσοβα     Κερτίζα
Λιβάρτζι     Ποντικόκαστρο (κάστρο Κατακόλου)     Πορετσό
Τσίπιανα     Τζόγια     Χελιδόνι     Ώλενα

Οικισμοί Αρβανιτών

Βασιλόπουλου     Γάρδεσι     Γκλάβα     Δόριζα     Καβαλάρη
Καζάνι     Κακούσι     Καράτουλα     Κατσαρού     Κόκλα
Κομποθέκρα     Κονταρή      Κοντομιχάλη      Κούκουρα
Κούμανι      Κουρλέσα     Κούτση     Κουτσοχέρα     Κρεκούκι
Κώστα Λάκα      Λάζαρου Μπούγα     Λαλοί     Λαμπέτι
Λάνθι     Λαντζόι     Λογοθέτη      Λυκούρεσι      Μάζι
Μακρυπόδη      Ματαράγκα      Μαυρομάτι      Μιράκα
Μίχαλου      Μπράνκα      Νάσα      Νικηφόρου      Πλάθα
Πλάτανος      Πόθου      Ρετεντού      Ρώμεσι      Σαρακίνα
Σελά     Σιταρά      Σόπι      Σούλι      Σούρμπι      Σπανού
Σπάτα      Τόσκες      Φράγκα      Χαϊκάλι

   Σε καμμία περίπτωση οι αρβανίτικες καταβολές των χωριών της περιοχής δεν αποτελούν νέο ή απρόσμενο στοιχείο. Ενδείξεις για ύπαρξη σε παλαιότερες εποχές αρβανίτικων πληθυσμών υπήρχαν διαφόρων ειδών. Καταρχάς, όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ανάρτηση, από διάφορες ιστορικές πηγές, βυζαντινές και μεταγενέστερες, ήταν γνωστό και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το γεγονός της καθόδου και εγκατάστασης Αρβανιτών στην Πελοπόννησο γενικώς και στην Ηλεία ειδικότερα ήδη από τον 14ο και κυρίως τον 15ο αι. (σσ. 212-213). Εκείνο που δεν γνωρίζαμε μέχρι τώρα ήταν το μέγεθος του αρβανίτικου πληθυσμού που εγκαταστάθηκε στην περιοχή μας και τις λεπτομέρειες για την ενσωμάτωσή του στην τοπική κοινωνία. Όσον αφορά το τελευταίο, πολλές λεπτομέρειες μας διαφεύγουν ακόμη.
Έχει, πάντως, υποστηριχθεί ότι οι βασικοί λόγοι της ομοιογενοποίησης Αρβανιτών και Ελλήνων ήταν η κοινή ορθόδοξη πίστη, η κοινή εναντίωση απέναντι στους Οθωμανούς, αλλά και η συνήθης τάση των ξένων να υιοθετούν τον πολιτισμό των ντόπιων στις περιοχές που εγκαθίστανται. Πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να επισημάνουμε ότι το θέμα της αλληλεπίδρασης Αρβανιτών και Ελλήνων χρήζει διαφορετικής προσέγγισης ανά περιοχή: διαφορετικές συνθήκες διαμόρφωσαν την κοινή πορεία Αρβανιτών και Ελλήνων στην Ηλεία, διαφορετικές στην Μεσσηνία και εντελώς διαφορετικές στην Αττική, όπου το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. ήταν αρβανιτόφωνο.
Επιπλέον, πολλές ονομασίες χωριών της περιοχής ήταν γνωστό ότι έχουν αρβανίτικη καταγωγή, όπως το Κρεκούκι. Σε άλλες περιπτώσεις η άγνοια ή η εσκεμμένη απόκρυψη είχαν οδηγήσει σε απολύτως ανιστόρητες και συχνά αστείες εξηγήσεις. Θυμάμαι ότι σαν παιδί είχα ακούσει από κατοίκους του γειτονικού Σμίλα ότι η ονομασία του χωριού τους οφείλεται στο ότι εκεί έχασε ο Πραξιτέλης την σμίλη του!
Για την ονομασία Μπρούμα έχουν διατυπωθεί εξίσου εξωφρενικές θεωρίες. Γνωστός συγγραφέας «ιστορικών» μελετών της περιοχής διατύπωσε χωρίς κανένα ιστορική απόδειξη την άποψη ότι το όνομα προέρχεται από την τούρκικη λέξη μπρουμάς, που δηλώνει τον αρνησίθρησκο. Συσχέτισε, μάλιστα, την θεωρία του αυτή με την ύπαρξη στο χωριό «τουρκόγυφτων», όπως ανιστόρητα τους ονομάζει (Β. Δάββος, Ιστορική έρευνα 32 χωριών της Ηλείας, σσ. 30-31). 
Είχε, επίσης, υποστηριχθεί - με κάποια δόση αλήθειας, ομολογουμένως - ότι η ονομασία έχει τις ρίζες της στην ρουμάνικη λέξη brumâ (= πάχνη, < λατ. bruma= χειμώνας) και οφείλεται στην ύπαρξη πολλών πηγών στο χωριό. Αφενός, όμως, παρατηρούμε ότι η ρουμάνικη αυτή λέξη μας οδηγεί και πάλι σε μία από τις δύο προτάσεις του δρ. Λιακόπουλου για την αρβανίτικη καταγωγή του ονόματος (brymë= πάχνη). Αφετέρου, δεν υπάρχει καμμία απολύτως ιστορική ένδειξη για σχέσεις της Ηλείας με ρουμανόφωνους πληθυσμούς.
Επομένως, το περιστατικό που μου διηγήθηκαν πρόσφατα ότι συνέβη σε ένα από τα καφενεία του χωριού έχει και αυτό την σημασία του: κάποιο βράδυ προκλήθηκε διαφωνία ανάμεσα σε χωριανούς και Αλβανούς κατοίκους του χωριού για το όνομα, με τους πρώτους να υποστηρίζουν την ρουμάνική του ρίζα και τους δεύτερους να εξηγούν ότι είναι αλβανική λέξη. Η άποψη των Αλβανών ήταν σίγουρα πιο κοντά στην αλήθεια.
Εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι και τα αρβανίτικα τοπωνύμια που διασώθηκαν ως σήμερα σε πολλά χωριά. Συγκεκριμένα στο χωριό μας βρίσκονται σε χρήση τουλάχιστον τρία τέτοια τοπωνύμια: η ονομασία Κάστα προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη kashtë (= ψαθί) και προφανώς οφείλεται στην βαλτώδη σύσταση της περιοχής. Επιπλέον, το όνομα Καρούτα (τοποθεσία κοντά στον Ριζόμυλο) αποτελεί εξελληνισμένη μορφή της αρβανίτικης λέξης karrute (=ποτίστρα). Τέλος, το τοπωνύμιο Ρένια ανακαλεί εμφανέστατα την αρβανίτικη λέξη Rrënjë (=ρίζα δέντρου/ πρόποδες λόφου).
Δεν πρέπει, τέλος, να αγνοήσουμε το γεγονός ότι τόσο ο Γ. Παπανδρέου (Η Ηλεία δια μέσου των αιώνων [1924], σσ. 34, 326 και 340), όσο και ο Κ. Ν. Ηλιόπουλος ("Το τοπωνυμικόν της Ηλείας", Αθηνά 52 [1948], σ. 169) βεβαιώνουν ότι τουλάχιστον μέχρι τον 19ο αι. στα χωριά Μπάστα, Καλολετσή και Μηλιές τα αρβανίτικα ομιλούνταν ως δεύτερη γλώσσα παράλληλα με τα ελληνικά. Οι τρεις αυτοί οικισμοί δεν εμφανίζονται στην εν λόγω απογραφή, αλλά δεν παύουν να αποδεικνύουν ότι Αρβανίτες υπήρχαν στην περιοχή.
Στο τέταρτο μέρος θα παρουσιαστούν οι φόροι που όφειλαν οι κάτοικοι του χωριού σύμφωνα με την απογραφή.

(οι εντός παρένθεσης σελίδες παραπέμπουν στο βιβλίο του δρ. Λιακόπουλου)

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Το Μπρούμα στην πρώτη οθωμανική απογραφή της Πελοποννήσου (1460-1463) (Μέρος B΄)

   Όπως ανέφερα στο πρώτο μέρος αυτής της σειράς αναρτήσεων, οι οικισμοί της Ηλείας ήταν χωρισμένοι κατά την εποχή που διενεργήθηκε η απογραφή, σε τέσσερις περιφέρειες: του Χλεμουτσίου, του Γουμέρου, του Αγίου Ηλία και του Γάτσικου.
   Η περιφέρεια του Γουμέρου περιελάμβανε δύο πολυπληθείς πόλεις με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, το Γούμερο και το Χελιδόνι. Πρόκειται για την δεύτερη και την πέμπτη αντίστοιχα μεγαλύτερη πόλη της Πελοποννήσου εκείνη την εποχή. Οι υπόλοιποι οικισμοί ήταν μικρού έως μεσαίου μεγέθους.
   Ανάμεσα σε αυτά τα χωριά με τις ελάχιστες οικογένειες καταγράφεται και το Bruma, αποτελούμενο από 7 οικογένειες Αρβανιτών, δηλαδή αλβανόφωνων Χριστιανών. Τα ονόματα των αρχηγών των εστιών του οικισμού καταγράφονται στο τουρκικό κείμενο ως εξής (σ. 395):
  
ḳarye-i Bruma ez cemā’at-i Arnavudan, āṣṣaMīrlivā

Andriya Bruma
Yani Bruma
Petros veled-i o
Domeniḳa Bruma
Kolimanos birāder-i o
Yorgi Ipṣarı
Kosta birāẕer-ı o
mücerred Pavlos Bruma

ḫāne 7
mücerred 1

Δηλαδή
Χωριό Μπρούμα από την (πληθυσμιακή) ομάδα των Αρβανιτών, χας του μιρλιβά.

Ανδρέας Μπρούμας
Γιάννης Μπρούμας
Πέτρος, γιος του προηγούμενου
Δομήνικος Μπρούμας
Κολιμάνος, αδελφός του προηγούμενου
Γιώργης Ψάρης
Κώστας, αδελφός του προηγούμενου
ανύπανδρος Παύλος Μπρούμας

Εστίες 7
Ανύπανδρος 1

Όπως και όλα τα υπόλοιπα χωριά της περιφέρειας Γουμέρου, το Μπρούμα αποτελεί μέρος του χας που έχει παραχωρηθεί στον μιρλιβά. Με τον όρο χας εννοείται κτήμα παραχωρημένο από τον Σουλτάνο που αποφέρει στον κάτοχό του εισόδημα άνω των 100.000 ακτσέδων (ασημένιων νομισμάτων). Ο μιρλιβάς ήταν στρατιωτικός βαθμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αντιστοιχεί στον υποστράτηγο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται στον Sinān Beg bin Elvān Beg, διοικητή του Μοριά.
Παρατηρούμε, καταρχάς, ότι πέντε άτομα φέρουν το επώνυμο Μπρούμας, ανήκουν δηλαδή στην ίδια οικογένεια. Πρόκειται προφανώς για αδέλφια και πατέρες-γιους που μετακινήθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στο συγκεκριμένο τόπο. Δεν μπορούμε, επομένως, παρά να μιλάμε για ειρηνική εγκατάσταση, εφόσον όπως θα φανεί και στην συνέχεια, έχουμε και ενδείξεις καλλιέργειας της γης. Οι δύο αρχηγοί εστιών με το επώνυμο Ψάρης θα πρέπει να θεωρηθούν μάλλον μέλος της φατρίας, πιθανώς μέσω γάμου. Είναι εμφανές ότι, με εξαίρεση τα Δομήνικος και Κολιμάνος, όλα τα βαπτιστικά ονόματα είναι ελληνικά χριστιανικά.
Είναι προφανές ότι η ονομασία του χωριού, η οποία διατηρήθηκε επί αιώνες και μέχρι το 1915, οφείλεται στο επώνυμο των πρώτων αυτών οικιστών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το όνομα του χωριού χρησιμοποιείται προφορικά στην γενική πτώση (Στου Μπρούμα, Από του Μπρούμα), υποδεικνύοντας ότι αρχικά αναφερόταν σε ανθρωπωνύμιο (βλ. και σ. 13). Εξάλλου, είναι προφανές ότι στα ελληνικά η λέξη αυτή δεν σημαίνει τίποτα. Προέρχεται είτε από την αρβανίτικη λέξη brumë (ζύμη) ή από την επίσης αρβανίτικη λέξη brymë (ομίχλη, πάχνη) (σ. 88). Πιθανώς, το επώνυμο της φατρίας των οικιστών του χωριού ήταν στην πραγματικότητα παρατσούκλι (σαν να λέμε στα ελληνικά "Ψωμάς")
Όσον αφορά τον συνολικό αριθμό των κατοίκων του οικισμού, το κατάστιχο δεν δίνει κανένα απολύτως στοιχείο. Ο αριθμός των μελών της οικογένειας δεν είχε καμμία σημασία για το οθωμανικό κράτος, που υπολόγιζε τους φόρους ανά οικογένεια, ανεξάρτητα από το μέγεθός της. Μέχρι στιγμής, οι μελετητές προτείνουν διάφορους αριθμούς για τα μέλη κάθε εστίας, από 3.5 ως 7. Με δεδομένο ότι ένας από τους 7 ενήλικους άρρενες του οικισμού είναι ανύπανδρος (και προφανώς κατοικεί μαζί με τους γονείς του) προκύπτει ένα σύνολο κατοίκων από 26 (7*3.5+1) ως 50 (7*7+1) άτομα.
Η πρακτική της διάκρισης ανάμεσα σε Έλληνες και Αρβανίτες στην απογραφή αυτή, κατά τον δρ. Λιακόπουλο, έχει ως αιτία την ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση των Αρβανιτών, οι οποίοι πλήρωναν 20 ακτσέδες (ασημένια νομίσματα) ανά οικογένεια. Αντίστοιχα, κάθε ελληνική οικογένεια όφειλε 25 ακτσέδες (σ. 214). Η πρακτική αυτή της φορολογικής ελάφρυνσης των Αρβανιτών φαίνεται πως είχε τις ρίζες της σε αντίστοιχη υστεροβυζαντινή. Στην επόμενη απογραφή του 1514, όταν η ενσωμάτωση των Αρβανιτών είχε ολοκληρωθεί, δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες (σ. 221).
Η εμφάνιση των αρβανίτικων πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο ξεκινά με την άφιξή τους κατά το 1315 στις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας. Στα μέσα του 14ου αι. καταγράφεται μικρός αριθμός Αρβανιτών στην κεντρική Πελοπόννησο, ενώ το 1394-5 αναφέρεται ότι 10.000 Αρβανίτες έφτασαν στον Ισθμό και ζήτησαν από τον Δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Β΄ Παλαιολόγο άδεια να εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο. Το δεύτερο και σημαντικότερο κύμα εγκατάστασης στην Πελοπόννησο σημειώθηκε το 1418 (σσ. 212-213). Οι νέοι αυτοί πληθυσμοί κάλυψαν το δημογραφικό κενό που είχε δημιουργηθεί στην Πελοπόννησο από τους συνεχείς πολέμους, αλλά και τις λοιμικές νόσους (σ. 214).
Θα πρέπει, επομένως, να τοποθετήσουμε την εγκατάσταση στην περιοχή της φατρίας Μπρούμα πιθανότερα κατά την τελευταία διείσδυση Αρβανιτών στην Πελοπόννησο, αν όχι  αργότερα. Δεν θα ήταν άτοπο να θεωρήσουμε ότι, αν το 1418 εισήλθε μεγάλος αριθμός στο Μοριά, θα πρέπει να μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα, ώσπου να βρουν την κατάλληλη περιοχή και να αποφασίσουν να εγκατασταθούν (σ. 214). Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τοποθετήσουμε την δημιουργία του οικισμού στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αι. Δεν είναι, με άλλα λόγια, ξεκάθαρο αν τα άτομα που απογράφηκαν το 1460-63 είναι η πρώτη γενιά οικιστών ή οι απόγονοί τους.
Σιωπή χαρακτηρίζει το κατάστιχο και ως προς την ακριβή θέση του οικισμού. Ίσως γνωρίζετε πολλοί την προφορική παράδοση που αναφέρει ότι το χωριό μεταφέρθηκε στην σημερινή του θέση από την τοποθεσία Παλιοχώρι λόγω επιδημίας. Αν υπάρχει κάποια βάση στην ιστορία αυτή, πρέπει να υποθέσουμε ότι η εγκατάσταση της αρβανίτικης φατρίας Μπρούμα έγινε αρχικά σε εκείνη την παλαιά θέση; Ίσως έχει κάποια σημασία να παρατηρήσουμε ότι άλλες αρβανίτικες εγκαταστάσεις της περιοχής, όπως το Λαντζόι, το Κρεκούκι, το Σμίλα κ. ά. βρίσκονται σε πλαγιές λόφων και όχι σε βυθισμένα σημεία, όπως η σημερινή θέση του χωριού μας. Η τοποθεσία Παλιοχώρι μοιάζει περισσότερο με τις θέσεις των άλλων οικισμών. Γενικά, πάντως, από την απογραφή καθίσταται φανερό ότι υπήρχε η τάση οι αρβανίτικοι πληθυσμοί να εγκαθίστανται σε πεδινές περιοχές, κοντά σε διαθέσιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αντίθετα, οι ελληνικοί οικισμοί κατελάμβαναν τις ορεινές και πιο οχυρές θέσεις (σ. 221). Παραδείγματος χάρη, στην επαρχία Γουμέρου, στην οποία όπως είπαμε ανήκε το Μπρούμα, τα τρία κυριότερα ελληνικά χωριά (Χελιδόνι, Ώλενα και Γούμερο) βρίσκονται στα ορεινά και μάλιστα σε τειχισμένες θέσεις. Αντίθετα, οι αρβανίτικοι οικισμοί απλώνονται στην συντριπτική τους πλειοψηφία στην μακρόστενη κοιλάδα που ανοίγεται στις δυτικές υπώρειες του όρους Φολόη, από το Σόπι μέχρι την Μιράκα.
Στο τρίτο μέρος θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά στο θέμα της παρουσία Αρβανιτών στην Ηλεία. 

(οι εντός παρένθεσης σελίδες παραπέμπουν στο βιβλίο του δρ. Λιακόπουλου)

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Το Μπρούμα στην πρώτη οθωμανική απογραφή της Πελοποννήσου (1460-1463) (Μέρος Α΄)


   Με τις υποχρεώσεις να γίνονται όλο και πιο πιεστικές, αλλά ταυτόχρονα και με την έρευνα να προχωράει σε όλο και πιο ουσιαστικά μονοπάτια, το ιστολόγιο έμεινε επί δύο και πλέον χρόνια σιωπηλό. 
    Η επιστροφή θα γίνει με μια σειρά αναρτήσεων, οι οποίες θα αφορούν τα νέα στοιχεία που προέκυψαν για το χωριό μας, αλλά και για την Πελοπόννησο συνολικά, μετά την δημοσίευση τον Δεκέμβριο του 2019 της συμπληρωμένης μορφής της διδακτορικής διατριβής του οθωμανολόγου δρ. Γεωρ. Λιακοπούλου υπό τον τίτλο  The Early Ottoman Peloponnese: A study in the light of an annotated editio princeps of the TT10-1/14662 Ottoman taxation cadastre (ca. 1460-1463). Στην μελέτη αυτή παρουσιάζεται και σχολιάζεται για πρώτη φορά το πλήρες κείμενο της απογραφής που διεξήγαγαν οι Οθωμανοί μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου μεταξύ των ετών 1460 και 1463.


                                                                      Εισαγωγικά


Το κατάστιχο αποτελείται σήμερα από δύο μέρη, που προέκυψαν από τον διαμελισμό του κατά την δεκαετία του 1930. Από αυτά, το πρώτο με την αρχειακή ονομασία TT10 βρίσκεται στα Πρωθυπουργικά Οθωμανικά Αρχεία της Κωνσταντινούπολης, ενώ το δεύτερο (1/14662) φυλάσσεται στο Τμήμα Ανατολικών Συλλογών της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Σόφια (σ. 5).
Συνολικά απογράφονται 667 οικισμοί, χωρισμένοι σε 18 περιφέρειες: Καλάβρυτα (Kalavrita), Μυστράς (Mizisra), Μουχλί (Miḫlu), Βλαχέρνα (Bejenik), Αίγιο (Voştiça), Χλεμούτσι (Ḫulumiç), Γούμερο (Vumero), Παλαιόκαστρο (Kirvuḳor), Αρκαδιά (Arḳadya, δηλαδή Κυπαρισσία), Λεοντάρι (Londar), Κόρινθος (Ḳorisos), Παλιά Πάτρα (Balya Badra), Χαλανδρίτσα (Ḳalandriça), Σανταμέρι (Ṣandamiri), Γρεβενό (Girbene), Άγιος Ηλίας (Ayo Ilya), Γάτσικο (Ġardicḳo), Σαλμενίκο (Salmenik) (σ. 12).
Οι οικισμοί κατατάσσονται από τον καταστιχωτή σε τρεις ομάδες, ανάλογα με την εθνική καταγωγή των κατοίκων τους: άλλοι είναι αμιγώς ελληνικοί, άλλοι αμιγώς αρβανίτικοι και σπανιότερα ορισμένοι χαρακτηρίζονται μικτοί (σ. 220). Η καταγραφή κάθε οικισμού αρχίζει με την ονομασία του και την εθνοτική ομάδα στην οποία ανήκουν οι κάτοικοί του, ακολουθούμενη από τον τιμαριούχο στον οποίο έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα είσπραξης των φόρων. Ακολουθούν τα ονόματα των ενηλίκων αρρένων αρχηγών κάθε εστίας, τα ονόματα των χηρών και των ενηλίκων ανύπανδρων αρρένων (σ. 211). Τέλος, σημειώνονται τα ποσά των φόρων που αναλογούν στον οικισμό με βάση τον αριθμό των κατοίκων του και το μέγεθος της αγροτικής του παραγωγής (σ. 237 κ. εξ.).
Από τις 18 απογραφόμενες περιφέρειες οι αφορώσες την Ηλεία είναι αυτές του Χλεμουτσίου (εκτείνεται στα βόρεια του σημερινού νομού, από το Καγκάδι Αχαΐας μέχρι τα Σαβάλια), του Γουμέρου (από την ορεινή Ηλεία μέχρι το Ποντικόκαστρο Κατακόλου), του Αγίου Ηλία (μία στενή ζώνη οικισμών ανάμεσα στις δύο προηγούμενες περιφέρειες, από την Ανδραβίδα μέχρι την Δίβρη) και του Γάτσικου (περιλαμβάνει κυρίως οικισμούς της σημερινής Τριταίας Αχαΐας, αλλά και της Ηλείας, όπως το Λάλα και το Λυκούρεσι-Βασιλάκι).

(οι εντός παρένθεσης σελίδες παραπέμπουν στο βιβλίο του δρ. Λιακόπουλου)

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Ηλειακή Πρωτοχρονιά 18

Με μεγάλη ίσως καθυστέρηση αναρτώ εδώ την φετινή συμβολή μου στον ετήσιο τόμο της Ηλειακής Πρωτοχρονιάς από τις εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα. Το σύντομο αυτό κείμενο αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια ταξινόμησης και μελέτης των σωζόμενων διακοσμημένων οροφών (ουρανιών) σε ναούς του 19ου αι. στην Ηλεία, με έμφαση στις ζώνες με απεικονίσεις προφητών. Η σημασία της μελέτης αυτής έγκειται  στο γεγονός ότι πρόκειται για θέμα σε γενικές γραμμές ανεπεξέργαστο, σε σημείο ώστε να μην είναι καν γνωστός ο ακριβήςς αριθμός των σχετικών μνημείων.  Όπως πάντοτε, στόχος της μελέτης μου είναι η πληρέστερη κατανόηση του δικού μας μνημείου, του ενοριακού ναού της Κοιμήσεως, τόσο στο πλαίσιο παρόμοιων μνημείων, όσο και στο πλαίσιο του έργου του Θεόκλητου Τσαλπατούρου, του αγιογράφου που κατεκόσμησε με την επιδέξια γραφίδα του μεγάλο μέρος του ναού. 
Είναι προφανές ότι στην παρούσα φάση η πραγμάτευση του θέματος εξαρτάται από την περιορισμένη γνώση των μνημείων εκ μέρους του γράφοντος (όσο και να το θέλω, δεν έχω επισκεφτεί όλους τους ναούς της Ηλείας προς το παρόν).Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες υποδείξεις και άλλων δειγμάτων ουρανιών ή στοιχείων που πιθανώς μου έχουν διαφύγει, θα είναι χρήσιμες και ευπρόσδεκτες.
Δεν μπορώ δε να μην τονίσω και φέτος ότι αισθάνομαι μεγάλη τιμή για την φιλοξενία της εργασίας μου στον τόμο από τις εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα. Το ενδιαφέρον και η ενθάρρυνση των εκδοτών ήταν και παραμένει μεγάλη ανταμοιβή για όλους του συμμετέχοντες.