Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Το μοιρολόι της Παναγίας

Λαϊκή ποίηση: μία τέχνη αυθόρμητη, δημιουργημένη από την αβίαστη ανάγκη του ατόμου και συνάμα του συνόλου να εκφράσει με δικά του λόγια θέματα που τον απασχολούν, τον χαροποιούν, τον λυπούν. Μία τέχνη που δεν γνωρίζεθ περιορισμούς στο θέμα, την μελωδία και τον τόπο και τρόπο εκφοράς, αλλά δημιουργεί τραγούδια χαράς και μοιρολόγια με την ίδια ευκολία.
Το μοιρολόι της Παναγίας, ιδιαίτερο δείγμα της τέχνης αυτής, αποτελεί μια εκλαϊκευμένη αφήγηση των γεγονότων του Πάθους, ειδωμένων συμβατικά μέσα από τα μάτια της Παναγίας, χωρίς ουσιαστικά καμία αντιστοιχία με τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων. Σε πολλές περιοχές ψάλλεται γύρω από τον Εσταυρωμένο ή και απαγγέλλεται σαν ποίημα, όπως θυμάμαι εγώ να κάνει η γιαγιά μου.
Είναι από εκείνες τις εικόνες, που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να πέρασαν από την εποχή, που εμείς είμασταν μικρά παιδιά, αιώνες. Αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω την διαφορά που χωρίζει τα δική μου παιδικά βιώματα από εκείνα των σημερινών παιδιών.

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Μέγα Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι' η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ' εξ Ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουνε κι οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά 'φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι' η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο,
για να της ερθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, κι' όταν της ηρθ' ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες.
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κύρά μ' ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι' η Μάρθα κι' η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι' η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και θα βαρούν καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θά 'χεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει,
κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου